- τινθαλέος
- τινθᾰλέος, α, ον, = sq., ποτόν, λοετρά, Nic.Al.445, 463, cf. Epic.in Arch.Pap.7.7, Nonn.D.2.501. (Cf. διατινθαλέος.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινθαλέος — α, ον, ΜΑ θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα αλέος (πρβλ. αὐ αλέος), άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
τινθαλέοις — τινθαλέος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινθαλέοισι — τινθαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινθαλέοισιν — τινθαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινθαλέῳ — τινθαλέος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατινθαλέος — διατινθαλέος, ον (Α) [τινθαλέος] διάπυρος … Dictionary of Greek